Δείτε επίσης: Κατηγορία:Γλώσσα λινγκάλα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

λινγκάλα < lingala

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
H περιοχή όπου μιλάνε τη γλώσσα λινγκάλα.

λινγκάλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις επεξεργασία

  • κωδικός γλώσσας: ln

  Μεταφράσεις επεξεργασία