καταιονισμός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καταιονισμός < (ελληνιστική κοινή) καταιόνησις + κατάληξη -μος < καταιονάω / καταιονῶ < αρχαία ελληνική κατά + αἰονάω / αἰονῶ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καταιονισμός αρσενικό
- ντους, ντουσάρισμα
- εκτόξευση υγρού, συνήθως νερού, με τη μορφή σταγόνων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καταιονισμός
|