Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αἰονάω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

αἰονάω - αἰονῶ (συνηρημένο)

  • υγραίνω, περιχέω, μουσκεύω