ντους
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ντους < (λόγιο δάνειο) γαλλική douche (< ιταλική doccia < γαλλική ductio < duco), αναδανεισμός του ντουζ [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ντους ουδέτερο άκλιτο
- συσκευή στην οποία εκτοξέυεται νερό με πίεση για το πλύσιμο του σώματος κάποιου
- το πλύσιμο του σώματος, το μπάνιο, καταιόνηση, καταιονισμός
- ↪ Επειδή σήμερα ίδρωσα πολύ, θα κάνω ένα ντους.
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «ντους» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.