ντουζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ντουζ < (λόγιο δάνειο) παλαιά γαλλική douge,[1][2] → δείτε τη λέξη ντους
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντουζ ουδέτερο άκλιτο
- άλλη μορφή του ντους
επεξεργασία
- ↑ ντουζ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ ντους - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.