καταιονητήρας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καταιονητήρας < αρχαία ελληνική καταιονάω / καταιονῶ + -τήρας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καταιονητήρας αρσενικό
- συσκευή ντους, λουσίματος ή πλυσίματος του σώματος με νερό στο λουτρό
- Ο καταιονητήρας χάλασε, αγάπη μου, κάλεσε τον υδραυλικό να περάσει αύριο, γιατί το σαββατοκύριακο έχουμε έξοδο και δε θέλω να παρουσιαστώ άπλυτη. Φαντάζεσαι τι θα λένε για εμένα;
- ≈ συνώνυμα: ντους, καταιονιστήρας, κρουνός, ψεκαστήρας, (δημώδες) τηλέφωνο ντουζιέρας
- συσκευή πυρόσβεσης, καταιονισμού
- συσκευή υποκλυσμού
- μια φορά την εβδομάδα ο γιατρός της σύστησε να βάζει τον καταιονητήρα στον πρωκτό της προκειμένου να καθαρίσει το παχύ έντερο. Μετά τη γέννα της η νοσηλεύτρια έτυχε να την ράψει παραπάνω από το κανονικό με αποτέλεσμα η διαδικασία εντερικής κένωσης να είναι επίπονη και ημιτελής. Μια διαδικασία που την ανεχόταν 20 χρόνια τώρα, όσο ο μεγαλύτερος γιός της
- ≈ συνώνυμα: κλύσμα, σερβιτσάλι
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
καταιονητήρας
|