υποκλυσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- υποκλυσμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποκλυσμός αρσενικό
- διαδικασία κατά την οποία γίνεται εισαγωγή υγρού στο ορθό με καθετήρα, με σκοπό να αδειάσει το περιεχόμενο του εντέρου· κλύσμα