κλύσμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κλύσμα | τα | κλύσματα |
γενική | του | κλύσματος | των | κλυσμάτων |
αιτιατική | το | κλύσμα | τα | κλύσματα |
κλητική | κλύσμα | κλύσματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- κλύσμα < αρχαία ελληνική κλύσμα < κλύζω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈklizma/
- συλλαβισμός : κλύ‐σμα
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
κλύσμα ουδέτερο
- πλύση εντέρων με υγρό που διοχετεύεται από τον πρωκτό
- ≈ συνώνυμα: υποκλυσμός, ένεμα
- συσκευή με την οποία πραγματοποιείται το κλύσμα
Επεξεργασία
- διακλυσμός
- κλύση
- κλυσμός
- κλυστήρας
- υποκλυσμός
- → δείτε τη λέξη κατακλύζω