πλύση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλύση | οι | πλύσεις |
γενική | της | πλύσης & πλύσεως |
των | πλύσεων |
αιτιατική | την | πλύση | τις | πλύσεις |
κλητική | πλύση | πλύσεις | ||
όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλύση < αρχαία ελληνική πλύσις
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πλύση θηλυκό