πλυστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | πλυστικά | ||
γενική | των | πλυστικών | ||
αιτιατική | τα | πλυστικά | ||
κλητική | πλυστικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- πλυστικά < πλύση, πλύσιμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλυστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (δημοτική) η αμοιβή για το πλύσιμο - καθαρισμό ρούχων, λευκών ειδών, κουρτινών κ.λπ., τα χρήματα που καταβάλλονται στο καθαριστήριο (ή, συνήθως παλαιότερα, στην πλύστρα)
Συνώνυμα
επεξεργασία- πλύντρα (τα)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλυστικά
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- πλυστικά : κλιτικοί τύποι
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπλυστικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (πλυστικό) του πλυστικός
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπλυστικά ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πλυστικό (ουσιαστικοποιημένο)
Πηγές
επεξεργασία- Λήμμα «πλυστικά», σ. 5897, ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .