↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλυστικό τα πλυστικά
      γενική του πλυστικού των πλυστικών
    αιτιατική το πλυστικό τα πλυστικά
     κλητική πλυστικό πλυστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλυστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πλυστικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλυστικό ουδέτερο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

πλυστικό αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πλυστικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πλυστικός