πλυστικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλυστικό | τα | πλυστικά |
γενική | του | πλυστικού | των | πλυστικών |
αιτιατική | το | πλυστικό | τα | πλυστικά |
κλητική | πλυστικό | πλυστικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πλυστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πλυστικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλυστικό ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλυστικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπλυστικό αρσενικό ή ουδέτερο