Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλυστικό τα πλυστικά
      γενική του πλυστικού των πλυστικών
    αιτιατική το πλυστικό τα πλυστικά
     κλητική πλυστικό πλυστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πλυστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πλυστικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πλυστικό ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πλυστικό αρσενικό ή ουδέτερο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του πλυστικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πλυστικός