↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόμαχος οι στόμαχοι
      γενική του στομάχου των στομάχων
    αιτιατική τον στόμαχο τους στομάχους
     κλητική στόμαχε στόμαχοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στόμαχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stomn̥ / *stomen- (στόμα)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόμαχος αρσενικό

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • πλύση στομάχου: (ιατρική) ιατρική πράξη κατά την οποία γίνεται αναρρόφηση όλου του περιεχόμενου του στομάχου, πχ σε περίπτωση κατάποσης τοξικού υγρού

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα) + -χος < πιθανόν προελληνική

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στόμαχος αρσενικό