στόμαχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στόμαχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stomn̥ / *stomen- (στόμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστόμαχος αρσενικό
- (ανατομία, λόγιο) άλλη μορφή του στομάχι
- ※ Πάμε για εγχείρηση στομάχου στον Ευαγγελισμό. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Εκφράσεις
επεξεργασία- πλύση στομάχου: (ιατρική) ιατρική πράξη κατά την οποία γίνεται αναρρόφηση όλου του περιεχόμενου του στομάχου, πχ σε περίπτωση κατάποσης τοξικού υγρού
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στομάχι
Μεταφράσεις
επεξεργασία στόμαχος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα) + -χος < πιθανόν προελληνική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστόμαχος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- στόμαχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στόμαχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.