πλυντήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πλυντήριο < αρχαία ελληνική πλυντήριον < ουδέτερο του επιθέτου πλυντήριος ως ουσ.< πλύνω, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική washing machine
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπλυντήριο ουδέτερο
- (συσκευή) ηλεκτρική οικιακή συσκευή για το πλύσιμο των ρούχων
- αγοράσαμε καινούριο πλυντήριο ρούχων
- ≈ συνώνυμα: πλυντήριο ρούχων
- (συσκευή) ηλεκτρική οικιακή συσκευή για το πλύσιμο των πιάτων,
- η διαδικασία του πλυσίματος των ρούχων ή των πιάτων με τη χρήση της συσκευής αυτής
- έβαλα πλυντήριο
- επαγγελματικός χώρος που αναλαμβάνει έναντι αμοιβής το πλύσιμο των αυτοκινήτων
- (μεταφορικά, οικονομία) η διαδικασία νομιμοποίησης χρημάτων ή αντικειμένων που αποκτήθηκαν με παράνομο τρόπο
- ※ Αν πιστέψουμε την επίσημη έκθεση της αμερικανικής Γερουσίας για το σκάνδαλο, η βρετανική υπερτράπεζα είχε εξελιχθεί την τελευταία δεκαετία στο μεγαλύτερο πλυντήριο βρώμικου χρήματος στον κόσμο, αφού οι κατά τόπους θυγατρικές της παρείχαν σε τρομοκράτες, εμπόρους ναρκωτικών και όπλων, αλλά και σε διάφορα άλλα εγκληματικά καρτέλ, πλήρη πρόσβαση στο αμερικανικό τραπεζικό σύστημα. (* εφημερίδα Το Βήμα)
- → δείτε τη λέξη ξέπλυμα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πλένω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πλυντήριο
|