Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
laundry laundries

  Ουσιαστικό επεξεργασία

laundry (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η μπουγάδα, η πλύση, ρούχα για πλύσιμο ή που μόλις πλύθηκαν
    I have a lot of laundry today.
    Έχω μεγάλη μπουγάδα σήμερα.
    I hang out the laundry.
    Απλώνω την μπουγάδα/πλύση.
    Is the laundry back?
    Γύρισε η πλύση;
     συνώνυμα: wash
  2. (μη μετρήσιμο) το πλύσιμο ρούχων
    My shirts are in the laundry.
    Τα πουκάμισα μου είναι για πλύσιμο.
    The ink stains didn’t come out in the laundry.
    Δε βγήκαν οι μελανιές με το πλύσιμο.
     συνώνυμα: wash
  3. (μετρήσιμο) το πλυντήριο, το κατάστημα για το πλύσιμο ρούχων ή χώρος με συσκευή για το πλύσιμο
    a public laundry - πλυντηριο για το κοινό
     συνώνυμα: laundromat

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία