μπουγάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπουγάδα < μεσαιωνική ελληνική μπουγάδα[1] < βενετική bugada[2] < δημώδης λατινική *būcāta < φραγκική *būkō (βυθίζω, πλένω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /buˈɣa.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπου‐γά‐δα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπουγάδα θηλυκό
- το πλύσιμο των ρούχων
- ⮡ το πρόγραμμα έχει μπουγάδα για σήμερα
- (συνεκδοχικά) τα ρούχα που πλύθηκαν
- ※ Ήταν πραγματικά το πρώτο καλοκαιρινό βράδυ της χρονιάς. Είχε λουστεί και τα μαλλιά στέγνωναν, χωρίς να χρειάζεται σεσουάρ, φορούσε αμάνικες πιτζάμες και δεν κρύωνε, αλλά απολάμβανε κάτι ήπιους κυματισμούς αέρα που έρχονταν πότε πότε φέρνοντας ευχάριστες μυρωδιές: μια απλωμένη μπουγάδα, ένα φρεσκομαγειρεμένο φαγητό, αδιόρατες ευωδιές λουλουδιών. (*)
Σύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ μπουγάδα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ μπουγάδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 *μπουγάδ* - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)