μπουγάδιασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπουγάδιασμα < μπουγαδιάζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπουγάδιασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μπουγαδιάζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπουγάδιασμα
|
μπουγάδιασμα ουδέτερο
|