σεσουάρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σεσουάρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική séchoir[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίασεσουάρ ουδέτερο άκλιτο
- συσκευή για το στέγνωμα των μαλλιών που χρησιμοποιείται στα κομμωτήρια και έχει μια μεγάλη κάσκα, κάτω απ' την οποία κάθονται οι πελάτισσες.
- φορητή ηλεκτρική συσκευή για το στέγνωμα των μαλλιών.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- σεσουάρ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία σεσουάρ
- ↑ σεσουάρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας