hairdryer
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
hairdryer | hairdryers |
hairdryer (en)
- (κοσμετολογία, βρετανικά αγγλικά) το σεσουάρ, το πιστολάκι μαλλιών
ενικός | πληθυντικός |
hairdryer | hairdryers |
hairdryer (en)