hair dryer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hair dryer | hair dryers |
hair dryer (en)
- (κοσμετολογία) (ΗΠΑ) → δείτε τη λέξη hairdryer
ενικός | πληθυντικός |
hair dryer | hair dryers |
hair dryer (en)