hair
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hair | hairs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαhair (en)
- (μη μετρήσιμο) τα μαλλιά, το σύνολο των τριχών του ανθρώπινου κεφαλιού
- ⮡ wavy/curly hair - κατσαρά μαλλιά
- ⮡ frizzy hair - πολύ κατσαρά μαλλιά
- ⮡ shaggy hair - πυκνά σκληρά αχτένιστα μαλλιά
- ⮡ Her hair is beautiful.
- Τα μαλλιά της είναι όμορφα.
- ⮡ I cut my hair.
- Κόβω τα μαλλιά μου.
- ⮡ My hair has turned white/grey.
- Τα μαλλιά μου άσπρισαν/έγιναν γκρίζα.
- ⮡ Your hair is starting to get thin/You’re losing your hair.
- Τα μαλλιά σου άρχισαν να πέφτουν.
- ⮡ I put my hair up.
- Σηκώνω/δένω τα μαλλιά μου.
- ⮡ I let my hair down.
- Λύνω τα μαλλιά μου.
- ⮡ I wear my hair in a bun.
- Κάνω τα μαλλιά κότσο.
- (μη μετρήσιμο) το τρίχωμα, οι τρίχες, το σύνολο τριχών στο σώμα ενός ανθρώπου ή ενός ζώου
- (μετρήσιμο) η τρίχα, υλικό που φυτρώνει στο δέρμα ανθρώπων και ζώων
- ⮡ I found a hair in my soup.
- Βρήκα μια τρίχα στη σούπα μου.
- ⮡ Here’s my first white hair.
- Να η πρώτη μου άσπρη τρίχα.
- ⮡ I found a hair in my soup.
- (μετρήσιμο) η τρίχα, πολύ μικρή απόσταση
- ⮡ The truck missed me by a hair.
- Παρά τρίχα να με χτυπήσει το φορτηγό.
- ≈ συνώνυμα: hair's breadth
- ⮡ The truck missed me by a hair.
- το μαλλί
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- hair - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 521, 894. ISBN 9780194325684., λήμμα: μαλλιά, τρίχα