Ετυμολογία

επεξεργασία
hair's breadth <  δείτε τις λέξεις hair's και breadth

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

hair's breadth (en) (μη μετρήσιμο)

  • η τρίχα, μια πολύ μικρή απόσταση
      We escaped by a hair’s breadth.
    Γλυτώσαμε παρά τρίχα.
     συνώνυμα: hair