Ετυμολογία

επεξεργασία
hair's breadth < → δείτε τις λέξεις hair's και breadth

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

hair's breadth (en) (μη μετρήσιμο)

  • η τρίχα, μια πολύ μικρή απόσταση
    ⮡  We escaped by a hair’s breadth.
    Γλυτώσαμε παρά τρίχα.
     συνώνυμα: hair