ενικός         πληθυντικός  
hairpin hairpins

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hairpin < hair + pin

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

hairpin (en)

  1. η φουρκέτα για μαλλιά
  2. η φουρκέτα, μια πολύ κλειστή και επικίνδυνη στροφή
    ⮡  The road is mountainous with many hairpins.
    Ο δρόμος είναι ορεινός με πολλές φουρκέτες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη hairpin bend