Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τρίχωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
τρίχωμα
τα
τριχώμα
τ
α
γενική
του
τριχώμα
τ
ος
των
τριχωμά
τ
ων
αιτιατική
το
τρίχωμα
τα
τριχώμα
τ
α
κλητική
τρίχωμα
τριχώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τρίχωμα
<
τρίχα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τρίχωμα
ουδέτερο
το σύνολο των
τριχών
από ορισμένα μέρη του σώματος (για ανθρώπους) ή από όλο το σώμα (για ζώα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τρίχωμα
αγγλικά
:
hair
(en)
,
fur
(en)
γαλλικά
:
άνθρωπος
:
pilosité
(fr)
,
ζωώ
:
fourrure
(fr)
,
poil
(fr)
,
pelage
(fr)
γερμανικά
:
Behaarung
(de)
,
Fell
(de)