poil
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
poil | poils |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpoil (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- à poil: τσίτσιδος, τσιτσίδι, γυμνός / se mettre à poil: ξεντύνομαι
- au poil: ακριβώς
- être de bon poil, être de mauvais poil: είμαι καλοδιάθετος, είμαι κακοδιάθετος
- pile-poil, au petit poil, au quart de poil: ίσα ίσα