τσιτσίδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τσιτσίδι < τσίτσιδος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡siˈt͡si.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐τσί‐δι
Επίρρημα
επεξεργασίατσιτσίδι
- τελείως γυμνός, χωρίς κανένα ρούχο
- ≈ συνώνυμα: με αδαμιαία περιβολή