Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τσίτσιδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τσίτσιδ
ος
η
τσίτσιδ
η
το
τσίτσιδ
ο
γενική
του
τσίτσιδ
ου
της
τσίτσιδ
ης
του
τσίτσιδ
ου
αιτιατική
τον
τσίτσιδ
ο
την
τσίτσιδ
η
το
τσίτσιδ
ο
κλητική
τσίτσιδ
ε
τσίτσιδ
η
τσίτσιδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τσίτσιδ
οι
οι
τσίτσιδ
ες
τα
τσίτσιδ
α
γενική
των
τσίτσιδ
ων
των
τσίτσιδ
ων
των
τσίτσιδ
ων
αιτιατική
τους
τσίτσιδ
ους
τις
τσίτσιδ
ες
τα
τσίτσιδ
α
κλητική
τσίτσιδ
οι
τσίτσιδ
ες
τσίτσιδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τσίτσιδος
<
τσιτσίδι
+
-ος
<
τσιτσί
(
νηπιακή
λέξη
)
Επίθετο
επεξεργασία
τσίτσιδος, -η, -ο
που δεν φορά
ρούχα
,
τελείως
γυμνός
Συνώνυμα
επεξεργασία
θεόγυμνος
ολόγυμνος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
τσιτσί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τσίτσιδος
γαλλικά
:
à poil
(fr)