Δείτε επίσης: νηπιώδης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηπιακός η νηπιακή το νηπιακό
      γενική του νηπιακού της νηπιακής του νηπιακού
    αιτιατική τον νηπιακό τη νηπιακή το νηπιακό
     κλητική νηπιακέ νηπιακή νηπιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηπιακοί οι νηπιακές τα νηπιακά
      γενική των νηπιακών των νηπιακών των νηπιακών
    αιτιατική τους νηπιακούς τις νηπιακές τα νηπιακά
     κλητική νηπιακοί νηπιακές νηπιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νηπιακός < νήπιο + -ακός

  Επίθετο επεξεργασία

νηπιακός

  • που έχει σχέση με νήπιο, ταιριάζει ή αναφέρεται σ’ αυτό ή προορίζεται γι’ αυτό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία