έπος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έπος | τα | έπη |
γενική | του | έπους | των | επών |
αιτιατική | το | έπος | τα | έπη |
κλητική | έπος | έπη | ||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- έπος < αρχαία ελληνική ἔπος < ϝέπος < πρωτοελληνική *wékʷos < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *wékʷos < *wekʷ- (μιλώ)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
έπος ουδέτερο
- ποίημα μεγάλης έκτασης όπου εξυμνούνται κι εγκωμιάζονται τα κατορθώματα ηρώων, θεών, αρχόντων κ.λπ.
- (συνεκδοχικά) το αντίστοιχο λογοτεχνικό είδος
- (μεταφορικά) σκληρός αγώνας που καταλήγει θριαμβευτικά σε νίκη
- το έπος της Αλβανίας