αισχροέπεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αισχροέπεια < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /es.xɾoˈe.pi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐σχρο‐έ‐πει‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααισχροέπεια θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία αισχροέπεια
→ δείτε τη λέξη αισχρολογία |