απλοέπεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απλοέπεια | οι | απλοέπειες |
γενική | της | απλοέπειας | των | απλοεπειών |
αιτιατική | την | απλοέπεια | τις | απλοέπειες |
κλητική | απλοέπεια | απλοέπειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απλοέπεια θηλυκό, μόνο στον ενικό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απλοέπεια
|