κατανοητά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
κατανοητά < κατανοητός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
κατανοητά
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατανοητά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κατανοητά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του κατανοητό