ενάργεια
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενάργεια | οι | ενάργειες |
γενική | της | ενάργειας | των | εναργειών |
αιτιατική | την | ενάργεια | τις | ενάργειες |
κλητική | ενάργεια | ενάργειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ενάργεια < αρχαία ελληνική ἐνάργεια <ἐν + ἀργός (στιλπνός)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενάργεια θηλυκό, μόνο στον ενικό