↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στιλπνός η στιλπνή το στιλπνό
      γενική του στιλπνού της στιλπνής του στιλπνού
    αιτιατική τον στιλπνό τη στιλπνή το στιλπνό
     κλητική στιλπνέ στιλπνή στιλπνό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στιλπνοί οι στιλπνές τα στιλπνά
      γενική των στιλπνών των στιλπνών των στιλπνών
    αιτιατική τους στιλπνούς τις στιλπνές τα στιλπνά
     κλητική στιλπνοί στιλπνές στιλπνά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιλπνός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στιλπνός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /silˈpnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στιλ‐πνός

  Επίθετο

επεξεργασία

στιλπνός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις στιλβώνω και στίλβω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική στιλπνός στιλπνή τὸ στιλπνόν
      γενική τοῦ στιλπνοῦ τῆς στιλπνῆς τοῦ στιλπνοῦ
      δοτική τῷ στιλπν τῇ στιλπν τῷ στιλπν
    αιτιατική τὸν στιλπνόν τὴν στιλπνήν τὸ στιλπνόν
     κλητική ! στιλπνέ στιλπνή στιλπνόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ στιλπνοί αἱ στιλπναί τὰ στιλπνᾰ́
      γενική τῶν στιλπνῶν τῶν στιλπνῶν τῶν στιλπνῶν
      δοτική τοῖς στιλπνοῖς ταῖς στιλπναῖς τοῖς στιλπνοῖς
    αιτιατική τοὺς στιλπνούς τὰς στιλπνᾱ́ς τὰ στιλπνᾰ́
     κλητική ! στιλπνοί στιλπναί στιλπνᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ στιλπνώ τὼ στιλπνᾱ́ τὼ στιλπνώ
      γεν-δοτ τοῖν στιλπνοῖν τοῖν στιλπναῖν τοῖν στιλπνοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιλπνός < στιλπ-, παράλληλο θέμα του στιλβ- του στίλβω + -νός [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

στιλπνός, -ή, -όν

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v. στίλβω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.