ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στιλπνότης αἱ στιλπνότητες
      γενική τῆς στιλπνότητος τῶν στιλπνοτήτων
      δοτική τῇ στιλπνότητ ταῖς στιλπνότησ(ν)
    αιτιατική τὴν στιλπνότητ τὰς στιλπνότητᾰς
     κλητική ! στιλπνότης στιλπνότητες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στιλπνότητε
γεν-δοτ τοῖν  στιλπνοτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιλπνότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική στιλπνό(ς) + -της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιλπνότης, -ητος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία