Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιλπνά < στιλπνός

  Επίρρημα επεξεργασία

στιλπνά

  • γυαλιστερά, αστραφτερά

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

στιλπνά