↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστραφτερός η αστραφτερή το αστραφτερό
      γενική του αστραφτερού της αστραφτερής του αστραφτερού
    αιτιατική τον αστραφτερό την αστραφτερή το αστραφτερό
     κλητική αστραφτερέ αστραφτερή αστραφτερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστραφτεροί οι αστραφτερές τα αστραφτερά
      γενική των αστραφτερών των αστραφτερών των αστραφτερών
    αιτιατική τους αστραφτερούς τις αστραφτερές τα αστραφτερά
     κλητική αστραφτεροί αστραφτερές αστραφτερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστραφτερός < αστράφτ(ω) + -ερός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.stɾa.fteˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στρα‐φτε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

αστραφτερός

  • λαμπερός, που αστράφτει
    ⮡  Το άγαλμα συντηρείται συχνά και το μάρμαρο παραμένει πάντοτε αστραφτερό.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία