Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αστραφτερός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αστραφτερ
ός
η
αστραφτερ
ή
το
αστραφτερ
ό
γενική
του
αστραφτερ
ού
της
αστραφτερ
ής
του
αστραφτερ
ού
αιτιατική
τον
αστραφτερ
ό
την
αστραφτερ
ή
το
αστραφτερ
ό
κλητική
αστραφτερ
έ
αστραφτερ
ή
αστραφτερ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αστραφτερ
οί
οι
αστραφτερ
ές
τα
αστραφτερ
ά
γενική
των
αστραφτερ
ών
των
αστραφτερ
ών
των
αστραφτερ
ών
αιτιατική
τους
αστραφτερ
ούς
τις
αστραφτερ
ές
τα
αστραφτερ
ά
κλητική
αστραφτερ
οί
αστραφτερ
ές
αστραφτερ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αστραφτερός
<
αστράφτ(ω)
+
-ερός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.stɾa.fteˈɾos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐στρα‐φτε‐ρός
Επίθετο
επεξεργασία
αστραφτερός
λαμπερός
, που
αστράφτει
⮡
Το άγαλμα συντηρείται συχνά και το μάρμαρο παραμένει πάντοτε
αστραφτερό
.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αστραφτερός
αγγλικά
:
bright
(en)
,
resplendent
(en)
γαλλικά
:
brillant
(fr)
,
étincelant
(fr)
,
radieux
(fr)
εσπεράντο
:
radiluma
(eo)