αστραφτερά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίααστραφτερά < αστραφτερός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίααστραφτερά
- που αστράφτουν
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααστραφτερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αστραφτερό