↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαμπερός η λαμπερή το λαμπερό
      γενική του λαμπερού της λαμπερής του λαμπερού
    αιτιατική τον λαμπερό τη λαμπερή το λαμπερό
     κλητική λαμπερέ λαμπερή λαμπερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαμπεροί οι λαμπερές τα λαμπερά
      γενική των λαμπερών των λαμπερών των λαμπερών
    αιτιατική τους λαμπερούς τις λαμπερές τα λαμπερά
     κλητική λαμπεροί λαμπερές λαμπερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαμπερός < λάμπ(ω) + -ερός. Διαφορετικό το αρχαίο λαμπηρός (γλιτσιασμένος)[1] Δείτε και λαμπρός.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lam.beˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λα‐μπε‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

λαμπερός, -ή, -ό

  1. που λάμπει
    ⮡  ο λαμπερός ήλιος
  2. (μεταφορικά) γεμάτος χαρά
    ⮡  το πρόσωπό του ήταν λαμπερό
    ⮡  ήταν ένας γάμος λαμπερός
  3. (μεταφορικά) που τραβάει το βλέμμα
    ⮡  λαμπερή πολυτέλεια
    ⮡  λαμπερός διαγωνισμός ομορφιάς

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη λάμπω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαμπερός < λάμπ(ω) + -ερός ή < λαμπυρός. Διαφορετικό το αρχαίο λαμπηρός (γλιτσιασμένος)

  Επίθετο

επεξεργασία

λαμπερός

  1. που λάμπει, ακτινοβόλος, αστραφτερός
  2. ηλιόλουστος, φωτεινός
  3. περιφανής, πολύ σπουδαίος

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία