λαμπερός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | λαμπερός | η | λαμπερή | το | λαμπερό |
γενική | του | λαμπερού | της | λαμπερής | του | λαμπερού |
αιτιατική | τον | λαμπερό | τη | λαμπερή | το | λαμπερό |
κλητική | λαμπερέ | λαμπερή | λαμπερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | λαμπεροί | οι | λαμπερές | τα | λαμπερά |
γενική | των | λαμπερών | των | λαμπερών | των | λαμπερών |
αιτιατική | τους | λαμπερούς | τις | λαμπερές | τα | λαμπερά |
κλητική | λαμπεροί | λαμπερές | λαμπερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμπερός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λαμπερός < λάμπ(ω) + -ερός. Διαφορετικό το αρχαίο λαμπηρός (γλιτσιασμένος)[1] Δείτε και λαμπρός.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lam.beˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐μπε‐ρός
Επίθετο επεξεργασία
λαμπερός, -ή, -ό
- που λάμπει
- ↪ ο λαμπερός ήλιος
- (μεταφορικά) γεμάτος χαρά
- ↪ το πρόσωπό του ήταν λαμπερό
- ↪ ήταν ένας γάμος λαμπερός
- (μεταφορικά) που τραβάει το βλέμμα
- ↪ λαμπερή πολυτέλεια
- ↪ λαμπερός διαγωνισμός ομορφιάς
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
- θαμπός
- σκοταδερός, σκοτεινός
- επίσης, μουντός
επεξεργασία
- λαμπερά (επίρρημα)
- λαμπεράδα
- λαμπερίδα
- λαμπερόχρωμος
- λαμπεροχρώματος
→ και δείτε τη λέξη λάμπω
Μεταφράσεις επεξεργασία
λαμπερός
|
επεξεργασία
- ↑ λαμπερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λαμπερός < λάμπ(ω) + -ερός ή < λαμπυρός. Διαφορετικό το αρχαίο λαμπηρός (γλιτσιασμένος)
Επίθετο επεξεργασία
λαμπερός
- που λάμπει, ακτινοβόλος, αστραφτερός
- ηλιόλουστος, φωτεινός
- περιφανής, πολύ σπουδαίος
Κλιτικοί τύποι επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- λαμπερός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].