γλιτσιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλιτσιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γλιτσιάζω
Μετοχή
επεξεργασίαγλιτσιασμένος, -η, -ο
- που έχει πιάσει γλίτσα
- ※ Μετά τα Τέμπη ο καιρός έγινε ξαφνικά μουντός, ο αέρας γλιτσιασμένος. (Δημοσθένης Κούρτοβικ (2008) Τι ζητούν οι βάρβαροι [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γλίτσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλιτσιασμένος
|