περιφανής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περιφανής | η | περιφανής | το | περιφανές |
γενική | του | περιφανούς* | της | περιφανούς | του | περιφανούς |
αιτιατική | τον | περιφανή | την | περιφανή | το | περιφανές |
κλητική | περιφανή(ς) | περιφανής | περιφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περιφανείς | οι | περιφανείς | τα | περιφανή |
γενική | των | περιφανών | των | περιφανών | των | περιφανών |
αιτιατική | τους | περιφανείς | τις | περιφανείς | τα | περιφανή |
κλητική | περιφανείς | περιφανείς | περιφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιφανής < αρχαία ελληνική περιφανής
Επίθετο
επεξεργασίαπεριφανής, -ής, -ές
Μεταφράσεις
επεξεργασία περιφανής
|