πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιφανής η περιφανής το περιφανές
      γενική του περιφανούς* της περιφανούς του περιφανούς
    αιτιατική τον περιφανή την περιφανή το περιφανές
     κλητική περιφανή(ς) περιφανής περιφανές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιφανείς οι περιφανείς τα περιφανή
      γενική των περιφανών των περιφανών των περιφανών
    αιτιατική τους περιφανείς τις περιφανείς τα περιφανή
     κλητική περιφανείς περιφανείς περιφανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

περιφανής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

επεξεργασία