ξακουστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξακουστός < μεσαιωνική ελληνική < (ελληνιστική κοινή) ἐξάκουστος < αρχαία ελληνική ἐξακούω (ακούω από μακριά) < ἐξ και ἀκούω
Επίθετο
επεξεργασίαξακουστός, -ή, -ό
- γνωστός από πάρα πολλούς ανθρώπους
- Τότες του λέει ο Πάτροκλος, ο ξακουστός λεβέντης "Σαν πώς να κάνουμε, αρχηγέ;" (Ιλιάδα, απόδοση Αλεξανδρος Πάλλης)