περιβόητος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περιβόητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιβόητος[1]
ΕπίθετοΕπεξεργασία
περιβόητος, -η, -ο
- (συνήθως κακόσημο) διαβόητος[2]
- (παλαιότερη σημασία)
- περιλάλητος, ξακουστός
- διαβόητος
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
κακόσημο:
θετική σημασία:
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «περιβόητος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Με ειδικό σχόλιο για την επικράτηση της κακόσημης χροιάς.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Περιβόητος και διαβόητος Στεργιόπουλος, Βαγγέλης. Άρθρο. Διαδίκτυο:www.in.gr. 17 Αυγούστου 2018. πρόσβαση:2019.02.25.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ περιβόητος | τὸ περιβόητον | οἱ, αἱ περιβόητοι | τὰ περιβόητα |
Γενική | τοῦ, τῆς περιβοήτου | τοῦ περιβοήτου | τῶν περιβοήτων | τῶν περιβοήτων |
Δοτική | τῷ, τῇ περιβοήτῳ | τῷ περιβοήτῳ | τοῖς, ταῖς περιβοήτοις | τοῖς περιβοήτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν περιβόητον | τὸ περιβόητον | τοὺς, τὰς περιβοήτους | τὰ περιβόητα |
Κλητική | περιβόητε | περιβόητον | περιβόητοι | περιβόητα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | περιβοήτω | |||
Γενική-Δοτική | περιβοήτοιν |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
περιβόητος, -ος, -ον
- πολυσυζητημένος, περιλάλητος
- (κακόσημο) διαβόητος
- (προσωνυμία για τον Άρη) αυτός που έρχεται ανάμεσα σε κραυγές
Επεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «περιβόητος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «περιβόητος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.