περιώνυμος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- περιώνυμος < αρχαία ελληνική περιώνυμος < περί + ὄνυμα
ΕπίθετοΕπεξεργασία
περιώνυμος -η -ο
- γνωστός σε όλους, που όλοι ξέρουν το όνομά του
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
περιώνυμος