ονομαστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ονομαστός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀνομαστός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.no.maˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐νο‐μα‐στός
Επίθετο
επεξεργασίαονομαστός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία- ακατονόμαστος
- ονομάζω
- ονομαστική (γραμματική)
- ονομαστικοποίηση (γραμματική)
- ονομαστικός
- παρονομαστής
→ και δείτε τη λέξη ονομασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη διάσημος