réputé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réputé | réputés |
θηλυκό | réputée | réputées |
réputé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | réputé | réputés |
θηλυκό | réputée | réputées |
réputé (fr)