Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύφημος η πολύφημη το πολύφημο
      γενική του πολύφημου της πολύφημης του πολύφημου
    αιτιατική τον πολύφημο την πολύφημη το πολύφημο
     κλητική πολύφημε πολύφημη πολύφημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύφημοι οι πολύφημες τα πολύφημα
      γενική των πολύφημων των πολύφημων των πολύφημων
    αιτιατική τους πολύφημους τις πολύφημες τα πολύφημα
     κλητική πολύφημοι πολύφημες πολύφημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολύφημος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

πολύφημος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία