estimé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estimé | estimés |
θηλυκό | estimée | estimées |
Επίθετο
επεξεργασία
estimé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | estimé | estimés |
θηλυκό | estimée | estimées |
estimé (fr)