Δείτε επίσης: ἐκτιμώμενος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτιμώμενος η εκτιμώμενη το εκτιμώμενο
      γενική του εκτιμώμενου της εκτιμώμενης του εκτιμώμενου
    αιτιατική τον εκτιμώμενο την εκτιμώμενη το εκτιμώμενο
     κλητική εκτιμώμενε εκτιμώμενη εκτιμώμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτιμώμενοι οι εκτιμώμενες τα εκτιμώμενα
      γενική των εκτιμώμενων των εκτιμώμενων των εκτιμώμενων
    αιτιατική τους εκτιμώμενους τις εκτιμώμενες τα εκτιμώμενα
     κλητική εκτιμώμενοι εκτιμώμενες εκτιμώμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτιμώμενος: μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος εκτιμώ

  Μετοχή επεξεργασία

εκτιμώμενος,η,ο

  1. εκείνος που τον εκτιμούν ποσοτικά
    Ο εκτιμώμενος χρόνος αναμονής είναι 2 λεπτά
  2. (παρωχημένο) εκείνος που τον θεωρούν άξιο εκτίμησης για κάποιες αρετές

  Μεταφράσεις επεξεργασία