εκτιμώμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Μετοχή επεξεργασία
εκτιμώμενος,η,ο
- εκείνος που τον εκτιμούν ποσοτικά
- ↪ Ο εκτιμώμενος χρόνος αναμονής είναι 2 λεπτά
- (παρωχημένο) εκείνος που τον θεωρούν άξιο εκτίμησης για κάποιες αρετές