Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτιμημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εκτιμημέν
ος
η
εκτιμημέν
η
το
εκτιμημέν
ο
γενική
του
εκτιμημέν
ου
της
εκτιμημέν
ης
του
εκτιμημέν
ου
αιτιατική
τον
εκτιμημέν
ο
την
εκτιμημέν
η
το
εκτιμημέν
ο
κλητική
εκτιμημέν
ε
εκτιμημέν
η
εκτιμημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εκτιμημέν
οι
οι
εκτιμημέν
ες
τα
εκτιμημέν
α
γενική
των
εκτιμημέν
ων
των
εκτιμημέν
ων
των
εκτιμημέν
ων
αιτιατική
τους
εκτιμημέν
ους
τις
εκτιμημέν
ες
τα
εκτιμημέν
α
κλητική
εκτιμημέν
οι
εκτιμημέν
ες
εκτιμημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκτιμημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εκτιμώ
,
εκτιμώμαι
Μετοχή
επεξεργασία
εκτιμημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εκτιμώμαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτιμημένος
γαλλικά
:
estimé
(fr)