Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκτιμημένος η εκτιμημένη το εκτιμημένο
      γενική του εκτιμημένου της εκτιμημένης του εκτιμημένου
    αιτιατική τον εκτιμημένο την εκτιμημένη το εκτιμημένο
     κλητική εκτιμημένε εκτιμημένη εκτιμημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκτιμημένοι οι εκτιμημένες τα εκτιμημένα
      γενική των εκτιμημένων των εκτιμημένων των εκτιμημένων
    αιτιατική τους εκτιμημένους τις εκτιμημένες τα εκτιμημένα
     κλητική εκτιμημένοι εκτιμημένες εκτιμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκτιμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εκτιμώ, εκτιμώμαι

  Μετοχή επεξεργασία

εκτιμημένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εκτιμώμαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία