φημισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φημισμένος: μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος φημίζομαι < αρχαία ελληνική φημίζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fameux[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fi.miˈzme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φη‐μι‐σμέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
φημισμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- γνωστός σε πάρα πολλούς ανθρώπους, σε πάρα πολύ κόσμο
- ⮡ τα φημισμένα πούρα Αβάνας, τα φημισμένα γαλλικά κρασιά
- άλλες μορφές: φουμισμένος (ιδιωματικό)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ φημισμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας